- ἀπελαύνοντας
- ἀπελαύ̱νοντας , ἀπελαύνωdrive awaypres part act masc acc plἀπελαύ̱νοντας , ἀπελαύνωdrive awaypres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γκντανσκ — (Gdansk).Πόλη (457.000 κάτ. το 2002) της Πολωνίας. Η πόλη, που ονομαζόταν Ντάντσιχ όταν βρισκόταν υπό γερμανικό καθεστώς, είναι χτισμένη σε έναν βραχίονα του Βιστούλα, στα βόρεια της χώρας, λίγο πιο πάνω από τις εκβολές του στον ομώνυμο κόλπο… … Dictionary of Greek